- μαχητῶν
- μαχητήςfightermasc gen plμαχητόςto be fought withfem gen plμαχητόςto be fought withmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Μαραθώνας — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.399 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται ΒΑ της Αθήνας και ΝΑ της ομώνυμης τεχνητής λίμνης, σε εύφορη πεδιάδα και είναι τοπικό αγροτικό και τουριστικό κέντρο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η λίμνη… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek
μαυροσκούφης — ο 1. αυτός που φορεί μαύρο σκούφο 2. στον πληθ. οι μαυροσκούφηδες μικρό επίλεκτο τμήμα μαχητών του ΕΛΑΣ που συνόδευε τον Αρη Βελουχιώτη … Dictionary of Greek
οπλαρχηγός — ο εθελοντής αρχηγός ομάδας μαχητών η οποία φέρει όπλα και είναι ικανή να διεξάγει ένοπλο αγώνα αλλά δεν ανήκει σε τακτικό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
σαγιττάτορες — οι, ΝΜ σώμα τοξοφόρων μαχητών τού βυζαντινού στρατού που εκτόξευαν βέλη σε απόσταση 250 300 μέτρων … Dictionary of Greek
συνασπισμός — ο, ΝΜΑ [συνασπίζω] στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται… … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek